18 Φεβ 2007

Αρχισε η σταδιακή μείωση του πληθυσμού

Οι πληθυσμιακές εξελίξεις στον ελληνικό χώρο είναι άμεσα συνυφασμένες με την ανάπτυξη της Ελλάδας

Αρχισε η σταδιακή μείωση του πληθυσμού

Του ΚΩΣΤΗ ΚΟΥΤΣΟΠΟΥΛΟΥ*

Η πληθυσμιακή εξέλιξη της νεότερης Ελλάδας δείχνει καθαρά μια εξέλιξη από υψηλούς σε χαμηλούς δείκτες γεννήσεων και θανάτων, καθώς και μια δημογραφική σταθερότητα τα τελευταία χρόνια.

Γεννητικότητα - γονιμότητα: Μετά το 1981, παρατηρείται μια σταδιακή μείωση της γεννητικότητας - γονιμότητας του πληθυσμού με ρυθμό που δεν έχει ξανασημειωθεί, όχι μόνο στον ελληνικό χώρο, αλλά και στο σύνολο των αναπτυγμένων χωρών σε ολόκληρο τον κόσμο. Ενώ οι γεννήσεις παρέμειναν σχεδόν σταθερές σε απόλυτους αριθμούς σε όλη τη διάρκεια της μεταπολεμικής περιόδου (περίπου 148 χιλιάδες το χρόνο, όσες ήταν και το 1980), μετά το 1980 άρχισαν να μειώνονται, φθάνοντας το 2001 στις 102 χιλιάδες, μια μείωση που φθάνει το 32% κατά τη διάρκεια 20 μόνο ετών (πίνακας 1).
Το μέγεθος των αλλαγών στη γονιμότητα του πληθυσμού της χώρας μας γίνεται πιο παραστατικά αντιληπτό μέσα από δύο συγκριτικούς δείκτες. Ο πρώτος, γνωστός και ως συντελεστής γεννητικότητας (αριθμός γεννήσεων επί 1.000 κατοίκων), δείχνει ότι οι γεννήσεις μεταπολεμικά μειώθηκαν περισσότερο από 50% (πίνακας 1). Ο δεύτερος και σπουδαιότερος είναι ο συντελεστής γονιμότητας, ο οποίος αναφέρεται στο μέσο όρο των παιδιών που γεννιούνται από γυναίκες που βρίσκονται στην αναπαραγωγική ηλικία και ο οποίος, από 2,1 που ήταν το 1980 (ίσος με την οριακή τιμή για την αντικατάσταση των γενεών), μειώθηκε στο 1,3 το 2000.
Θνησιμότητα - γήρανση: Από την άλλη μεριά, οι θάνατοι αυξήθηκαν σταδιακά σε όλη τη διάρκεια της μεταπολεμικής περιόδου, φθάνοντας τις 102 χιλιάδες το 2001, από 53 χιλιάδες που ήταν το 1951 (πίνακας 5).
Εκείνο όμως που είναι σημαντικότερο είναι ότι η αύξηση των θανάτων δεν προήλθε από την αύξηση της νοσηρότητας του πληθυσμού, αλλά είναι αποτέλεσμα της γήρανσής του. Δηλαδή σημειώθηκε αύξηση, σχεδόν τριπλασιασμός, του ποσοστού των ηλικιωμένων ατόμων άνω των 65 ετών (γήρανση), (από 6,7% το 1951 σε 12,7% το 1981 και 16,7% το 2001 και το οποίο προβλέπεται να φθάσει το 18% γύρω στο 2010) και οφείλεται κατά κύριο λόγο στη μείωση -σχεδόν υποδιπλασιασμό- της νεανικότητας του πληθυσμού (ποσοστό νέων κάτω των 14 ετών από 28,8% το 1951 σε 15,2% το 2001) και όχι τόσο στην αύξηση της προσδοκώμενης ζωής, με αποτέλεσμα, ενώ το 1950 οι νέοι ήταν υπερτετραπλάσιοι των ηλικιωμένων, σήμερα είναι σχεδόν 10% λιγότεροι.
Μετανάστευση: Διάφορες πηγές δείχνουν ότι η μετανάστευση για τη δεκαετία 1951-60 παρουσιάζει ένα έλλειμμα 208 χιλιάδων, στη δεκαετία 1961-70 υπάρχει ένα έλλειμμα περίπου 460 χιλιάδων ατόμων, τη δεκαετία 1971-1980 διαδέχεται ένα πλεόνασμα 330.000 παλιννοστούντων, τη δεκαετία 1981-90 η θετική μετανάστευση ανέρχεται σε περίπου 250 χιλιάδες άτομα, ενώ για την περίοδο 1991-2000 το πλεόνασμα ανέρχεται σε 680 χιλιάδες άτομα (πίνακας 8).
Φυσική κίνηση: Αυτό που έχει τελικά σημασία, όμως, είναι η φυσική αύξηση του πληθυσμού. Πραγματικά, τα στοιχεία για τη φυσική κίνηση (υπεροχή γεννήσεων έναντι των θανάτων) ακολουθεί μια συνεχή πτωτική πορεία (πίνακας 12). Τα αποτελέσματα της τελευταίας δεκαετίας όμως είναι μάλλον παραπλανητικά, αφού η μεταβολή είναι αποκλειστικά αποτελέσματα της φυσικής κίνησης των αλλοδαπών (πίνακας 13).
Με βάση τα παραπάνω, εκτιμάται ότι ήδη άρχισε μια σταδιακή μείωση του ελληνικού πληθυσμού, η οποία θα προέλθει κυρίως από την ελάττωση της νεανικότητας και την αντίστοιχη αύξηση που θα σημειώσει η γήρανση. Επιπλέον, το πληθυσμιακό δυναμικό των παραγωγικών κλιμακίων των ηλικιών πιστεύεται ότι θα αρχίσει και αυτό να μειώνεται. Ηδη σημειώνεται μια σοβαρή αλλαγή στο συντελεστή αντικατάστασης (πλήθος ατόμων ηλικίας 60-64 ετών προς το πλήθος ατόμων ηλικίας 10-14 ετών), που είναι μεγαλύτερος της μονάδας, ενώ η αναλογία ηλικιωμένων προς ενεργό πληθυσμό έχει αυξηθεί μεταπολεμικά από 10,4 σε 25,4, δηλαδή κατά 144%.
Με βάση τα τελευταία αποτελέσματα για τη θνησιμότητα και γονιμότητα και κάτω από συγκεκριμένες προϋποθέσεις, μελέτη του ΕΜΠ προέβλεψε για το 2050 μ.Χ. και με βάση τον αναμενόμενο συντελεστή γονιμότητας (σ.γ.) τα εξής:
ΣΕΝΑΡΙΟ Α (σ.γ.: 2,1)=10.000.000 άτομα
ΣΕΝΑΡΙΟ Β (σ.γ.: 1,66)=7.600.000 άτομα
ΣΕΝΑΡΙΟ Γ (σ.γ.: 1,4)=7.200.000 άτομα
Οι εκτιμήσεις αυτές δεν απέχουν σημαντικά από τις προβλέψεις του World Almanac (1998), που θεωρεί ότι ο πληθυσμός της Ελλάδας το 2050 θα είναι 8.100.000 άτομα.
Επιπτώσεις πληθυσμιακών εξελίξεων: Κανείς πλέον δεν αμφισβητεί τον παραλληλισμό των δημογραφικών με τις υπόλοιπες (οικονομικές, κοινωνικές, πολεοδομικές) εξελίξεις. Σαν αποτέλεσμα, οι πληθυσμιακές εξελίξεις στη νεότερη ιστορία της Ελλάδας επιδρούν και θα συνεχίσουν να επιδρούν στη διαδικασία αστικοποίησης και στη δημιουργία περιφερειακών ανισοτήτων, να διαμορφώνουν την αστική δομή της πρωτεύουσας και τις ενδοαστικές διαφοροποιήσεις των μεγάλων πόλεων και να καθορίζουν τις κοινωνικοοικονομικές εξελίξεις στη χώρα. Με άλλα λόγια, οι πληθυσμιακές εξελίξεις στον ελληνικό χώρο είναι άμεσα συνυφασμένες με την ανάπτυξη της Ελλάδας.

* Καθηγητής ΕΜΠ και γενικός γραμματέας του Ιδρύματος για την Αντιμετώπιση του Δημογραφικού

ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ - 17/02/2007

Δεν υπάρχουν σχόλια: