18 Φεβ 2007

Παιδιά ανά γυναίκα αναπαραγωγικής ηλικίας το 2004 στο 1,29

Της ΑΛΕΞΑΝΔΡΑΣ ΚΟΡΩΝΑΙΟΥ*

Από το 1950 και μετά οι περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες γνωρίζουν το φαινόμενο της υπογεννητικότητας και την παράλληλη αύξηση της γήρανσης του πληθυσμού. Το λεγόμενο δημογραφικό πρόβλημα παίρνει πλέον ανησυχητικές διαστάσεις και οι περισσότερες κυβερνήσεις αναγκάζονται να προτείνουν μέτρα για την αντιμετώπιση του φαινομένου (οικογενειακά επιδόματα, στήριξη πολύτεκνων οικογενειών, γονικές άδειες κ.λπ.).
Η Ελλάδα δεν αποτελεί εξαίρεση. Παρουσιάζει μάλιστα τη χαμηλότερη γονιμότητα σε σύγκριση με τις άλλες ευρωπαϊκές και τις γειτονικές βαλκανικές χώρες. Το 1981 το συνολικό ποσοστό γονιμότητας στη χώρα μας ήταν κάτω από το 2,1 το οποίο θεωρείται το ελάχιστο όριο για την αντικατάσταση των γενεών. Το 1997 η γονιμότητα φτάνει στα 1,32 παιδιά ανά γυναίκα αναπαραγωγικής ηλικίας και το 2004 στο 1,29.
Η υπογεννητικότητα είναι αναμφίβολα ένα σύνθετο φαινόμενο, που αντανακλά τις μεγάλες αλλαγές που έχουν επέλθει στη δομή και τη σύνθεση της παραδοσιακής οικογένειας (νέες μορφές συμβίωσης, μείωση γάμων, αύξηση διαζυγίων, μονογονεϊκές οικογένειες κ.ά.), αλλά και τις γενικότερες αλλαγές των σύγχρονων κοινωνιών στο επίπεδο των σχέσεων και της κουλτούρας. Οι μεταμορφώσεις της εργασίας παίζουν επίσης σημαντικό ρόλο στη μείωση του αριθμού των γεννήσεων. Η συμμετοχή των γυναικών στην αγορά εργασίας, η αβεβαιότητα για το μέλλον της εργασίας τόσο για τις γυναίκες όσο και για τους άνδρες, τα ευέλικτα ωράρια, η έλλειψη ελεύθερου χρόνου, η αδυναμία (ή η άρνηση) του κράτους να ενδυναμώσει τα υποστηρικτικά δίκτυα, η ανεπάρκεια υπηρεσιών φροντίδας για το παιδί, οι ελλείψεις σε βρεφονηπιακούς σταθμούς και η παράλληλη αύξηση του κόστους ζωής και εκπαίδευσης αποτελούν παράγοντες που εμπλέκονται άμεσα ή έμμεσα στη μείωση των γεννήσεων. Συγχρόνως, ας μην ξεχνάμε ότι η απόκτηση παιδιών δεν είναι πια καταναγκασμός που επιβάλλεται από τους παραδοσιακούς ρόλους της γυναίκας - μητέρας και του άνδρα - πατέρα. Τόσο ο άνδρας όσο και η γυναίκα της εποχής μας συνδέουν την απόκτηση παιδιών με την επιθυμία και το δικαίωμα στην επιλογή. Επιπλέον, το παιδί αποτελεί σήμερα αξία. Οι γονείς ονειρεύονται και επιδιώκουν να του προσφέρουν ποιότητα ζωής έχοντας μεγαλύτερη επίγνωση των δεσμεύσεών τους, παρά τις όποιες εξαιρέσεις. Συγχρόνως, οι γυναίκες επιθυμούν μεγαλύτερη συμμετοχή του άνδρα στις οικογενειακές υποχρεώσεις, πιο ισότιμες σχέσεις, ενώ πολλοί άνδρες αντιλαμβάνονται τη σχέση με τα παιδιά με τρόπο πιο ευαίσθητο και συναισθηματικό. Δεν είναι τυχαίο που μιλάμε πια για μια νέα ισορροπία ανάμεσα στην οικογενειακή, την επαγγελματική και την προσωπική ζωή. Μια ισορροπία που δεν απεμπολεί το δικαίωμα των γονέων να έχουν επιθυμίες, το δικό τους χρόνο και τις δικές τους προσδοκίες. Η αύξηση των γεννήσεων μπορεί επομένως να είναι ζητούμενο για πολλές σύγχρονες κοινωνίες. Αυτό απαιτεί σαφώς κοινωνικές πολιτικές στήριξης της οικογένειας. Ωστόσο, οι πολιτικές αυτές δεν θα μπορούσαν να τελεσφορήσουν παραβλέποντας τις πολιτισμικές αλλαγές και κυρίως το δικαίωμα γυναικών και ανδρών να επιλέγουν ελεύθερα τη μορφή συμβίωσης που τους εκφράζει.
* Αναπληρώτρια καθηγήτρια Κοινωνιολογίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο

ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ - 17/02/2007

Δεν υπάρχουν σχόλια: